νεράιδα

νεράιδα
Δαιμονικό, κατά κανόνα ωραίο, αγαθό, ή, κατά τις περιστάσεις, βλαπτικό ον της λαϊκής φαντασίας. Οι ν., που κλώθουν, υφαίνουν και τραγουδούν, έχουν ασυνήθεις δυνάμεις (γίνονται αόρατες, μεταμορφώνονται και μεταμορφώνουν), διευθύνουν την ανθρώπινη τύχη, την καθορίζουν μάλιστα με τις καλές ή κακές ευχές τους. Διάφορες θεωρίες προσφέρουν μια εξήγηση για την προέλευση των ν. Είναι ξεπεσμένες θεές, πρωτόγονα πνεύματα της φύσης, πνεύματα των νεκρών, μυθικά πρόσωπα που προήρθαν από την ανάμνηση των αρχαίων τελετουργιών της μύησης. Παράλληλα με τις λυγερόκορμες και όμορφες ν. υπάρχουν και μερικές που παρουσιάζουν τερατώδη χαρακτηριστικά, όπως σιδερένια άκρα (Γερμανία), πάρα πολύ μακριά στήθη (Σαρδηνία, Βόρεια Αφρική). Οι ν. ανήκουν σε μια προφιλολογική παράδοση και η πίστη σε αυτές είναι παγκόσμια. Για τις ελληνικές ν. - που επιχειρήθηκε η συσχέτιση τους με τις νηρηΐδες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, με τις οποίες υπάρχει φανερή ετυμολογική σχέση - ο Ν. Γ. Πολίτης δημοσίευσε πλήθος από θαυμάσιες παραδόσεις στον πρώτο τόμο των Παραδόσεων του (1904). Έχουν εξαίσια ομορφιά, μακριά ξανθά μαλλιά - κάποτε πράσινα - που τα χτενίζουν με χρυσό χτένι, μάτια αμυγδαλωτά και είναι κατά κανόνα ασπροντυμένες· ζουν σε όλα τα σημεία της φύσης, σε νεραϊδόκηπους και νεραϊδόσπηλιους, όπου απάγουν εκείνους που ερωτεύονται. Οι παραδόσεις για τις ν. διατηρήθηκαν ζωντανές έως τα νεότερα χρόνια στη μνήμη του ελληνικού λαού, όπως οι παραδόσεις των καλικαντζάρων.
* * *
και ανεράιδα και ανεράδα και ανεραγίδα και νεράδα (Μ νεράδα)
νεοελλ.
1. (λαογρ.) πλάσμα τής φαντασίας τού λαού με μορφή γυναίκας εξαιρετικής ομορφιάς, που ζει σε φαράγγια, δάση, κοιλάδες, πηγές, λίμνες κ.α., παρουσιάζεται ιδίως τη νύχτα και αντιστοιχεί με τις Νηρηίδες, τις Δρυάδες και τις Αμαδρυάδες τών αρχαίων («ξανθές νεράιδες και ξωθιές αυτή την ώρα βγαίνουν, λούζουνε τ' άσπρα τους κορμιά στο ρέμα το καθάριο», Κρυστ.)
2. συνεκδ. πολύ όμορφη νέα γυναίκα
μσν.
πιθ. υδρόβιο ζώο ή πτηνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. Νηρηΐς* με παρετυμολ. επίδραση τού νερό. Οι τ. ανεράιδα, ανεράδα, ανεραγίδα είναι ιδιωματικοί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεράιδα — νεράιδα, η και ανεράιδα, η 1. φανταστικό πλάσμα της νεοελληνικής μυθολογίας με μορφή ωραίου κοριτσιού, αντίστοιχο προς τις νύμφες και τις νηρηίδες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. 2. μτφ., η πολύ όμορφη κοπέλα: Νεράιδες περδικόστηθες, στητές και …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεραϊδένιος — α, ο [νεράιδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νεράιδα ή κατάγεται από νεράιδα ή μοιάζει με νεράιδα …   Dictionary of Greek

  • Neraida — Νεράιδα Location …   Wikipedia

  • δίφθογγος — Ομάδα δύο φωνηέντων που ανήκουν στην ίδια συλλαβή. Στην ιστορία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών οι δ. δεν παρουσιάζουν σταθερότητα· υπόκεινται σε ισχυρές και περιοδικές τάσεις προς σύμπτυξη ή μονοφθογγοποίηση: η σύμπτυξη συνίσταται στην εξαφάνιση του… …   Dictionary of Greek

  • εξωτικός — και ξωτικός, ή και ιά, ό (AM ἐξωτικός, ή, όν) αυτός που προέρχεται από το εξωτερικό, ξένος («εξωτικά φυτά») μσν. νεοελλ. 1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος 2. ο υπερβολικά όμορφος («εξωτική ομορφιά») 3. το θηλ. ως ουσ. (ε)ξωτικιά και ξωθιά α) νεράιδα β)… …   Dictionary of Greek

  • νεραϊδόνημα — και νεραϊδόγνεμα, το κοινή ονομασία ειδών τού φυτού κουσκούτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα + νήμα. Η λ. νεραϊδόγνεμα < νεράιδα + γνέμα] …   Dictionary of Greek

  • νεραϊδένιος, -ια, -ιο — και νεράιδινος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεράιδα ή μοιάζει με νεράιδα ή κατάγεται απ αυτήν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Nereid — Sea nymph and Sea nymphs redirect here. For other uses, see Sea nymph (disambiguation). For other uses, see Nereid (disambiguation). Nereid riding a sea bull (latter 2nd century BC) In Greek mythology, the Nereids ( …   Wikipedia

  • Archea Olymbia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) …   Deutsch Wikipedia

  • Dimitri Levidis — Dimitrios Levidis (griechisch Δημήτριος Λεβίδης Dimítrios Levídis; * 8. April 1886 in Paleo Faliro; † 30. Mai 1951 in Athen) war ein griechischer Komponist. Levidis besuchte zunächst das Lottner Konservatorium und das Konservatorium (Odeion) in… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”